ταπεινολογία

ταπεινολογία
ταπεινολογίᾱ , ταπεινολογία
low
fem nom/voc/acc dual
ταπεινολογίᾱ , ταπεινολογία
low
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταπεινολογία — ἡ, Α [ταπεινολόγος] ταπεινή, αξιοθρήνητη ομιλία …   Dictionary of Greek

  • ταπεινολογίας — ταπεινολογίᾱς , ταπεινολογία low fem acc pl ταπεινολογίᾱς , ταπεινολογία low fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ταπεινορρημοσύνη — ἡ, Α ταπεινολογία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + ῥήμων, ονος + κατάλ. σύνη* (πρβλ. κομπορρημο σύνη) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”